ἐπιτήδειος

ἐπιτήδειος
ἐπιτήδ-ειος, α, ον : [dialect] Ion. [suff] ἐπιτήδ-εος, έη, εον Hdt.4.158, al. (cf. ἐπιταδεοτρώκτας) : [dialect] Dor. [suff] ἐπιτηδ-τάδειος [pron. full] [ᾱ] SIG 524.36 (Praesus, iii B.C.) : regul. [comp] Comp. and [comp] Sup. -ειότερος, -ειότατος, Th.4.54, 7.86, etc. ; -έστερος, -έστατος, Anon. ap.Suid. s.v., Democr.121 : [dialect] Ion. -εότερος, -εότατος, Hdt.9.2, 1.110, al. : ([etym.] ἐπιτηδές):—
A made for an end or purpose, fit or adapted for it, suitable, convenient, νομαί ibid., etc.:—Constr. : ἐ. ἔς τι ib.115 ([comp] Sup.), etc. ;

πρός τι Pl.R.390b

: c. inf., χωρίον -ότατον ἐνιππεῦσαι most fit to ride in, Hdt.6.102, cf. 9.2 ([comp] Comp.), Th.2.20, Ar. Pax1228, E.Ba.508 ;

ἄνδρα -ότατον..δέξαι Hdt.3.134

, cf. Ar.Ec. 79 ; so

ἐ. τῷ σώματι κινδυνεύειν Antipho5.63

; ἐ. ὑπεξαιρεθῆναι convenient to be put out of the way, Th.8.70 ;

τεθνάναι μᾶλλον ἢ σῴζεσθαι And.4.25

, cf. Lys.30.24 ; ἐ. ξυνεῖναι a fit person to live with, E.Andr.206 ; also ἐ. ὀστρακισθῆναι deserving to be ostracized, And. 4.36 ;

ἐ. πάσχειν D.22.57

; ἐκλεγόμενος τὸν ἐ. ἔπαισεν ἄν struck him who deserved it, X.An.2.3.11 ; but ἐ. ἐς ὀλιγαρχίαν ἐλθεῖν likely or inclined to come, Th.8.63 ; also

ὑμῖν ἐπιτήδεόν [ἐστι] οἰκέειν Hdt.4.158

, etc.
II useful, serviceable, necessary,
1 of things, ὀλιγαρχία ἐ. τοῖς Λακεδαιμονίοις fit or serviceable for.., Th.5.81 ;

ἐ. τῷ δήμῳ πράττειν Lys.13.51

; καταστήσειν ἐς τὸ ἐ. to their advantage, Th.4.76 ; οὐδὲν ηὕροντο ἐ. no advantage, Id.1.58 ;

οὐκ ἐ. καταγνῶναί τινος Hdt. 6.97

; ἱερὰ οὐκ ἐ., opp. καλά, Id.9.37 : esp. as Subst., τὰ ἐ. things requisite, necessaries, esp. of provisions, Id.2.174, Th.2.23, X.HG2.2.2, etc. : also in sg., what is requisite, needful, Id.Vect.4.38.
2 of persons, serviceable, friendly, Hdt.4.72 ([comp] Sup.), Th.3.40 ; τινί to one, Id.4.78, Lys.12.14 ;

ἐ. ποιεῖν τινα And.4.41

; ἐ. τῷ πατρί conformable to his will, Hdt.3.52 ; ἐ. τοῖς πρασσομένοις favourable to.., Th. 8.54 : also as Subst., a close friend, οἱ ἐ. one's friends, Id.5.64 ;

Ἀθηναίων ἐ. Id.7.73

;

μοι ἐ. καὶ φίλος Lys.1.22

.
3 c. gen., = ἄξιος, SIG1073.19 (Olympia, ii A.D.).
III Adv. -είως, [dialect] Ion. -έως, studiously, carefully,

ὑπηρετέεσθαι Hdt.1.108

,4.139.
2 suitably, conveniently, fitly,

ποιέειν ἐ. Id.9.7

.β' ;

ἐ. σφίσιν αὐτοῖς πολιτεύειν Th.1.19

;

ἐ. ἔχειν Id.5.82

: [comp] Comp.

-ότερον Id.4.54

;

-οτέρως, διαιτᾶσθαι Hp.Mul.1.32

.
3 ἐ. ἔχειν τινί to be on friendly terms with.., Paus. 3.9.3.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ἐπιτήδειος — made for an end masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επιτήδειος — α, ο (Α ἐπιτήδειος, ον και ος, εία, ον, ιων. τ. ἐπιτήδεος, έη, εον, δωρ. τ. ἐπιτάδειος, α, ον) 1. ικανός, επιδέξιος, κατάλληλος, έμπειρος (α. «νομάς τε ἐπιτηδεοτάτας νέμοντα», Ηρόδ. β. «ὀστρακισθῆναι μὲν ἐπιτήδειός εἰμι», Ανδοκ.) 2. (το ουδ. πληθ …   Dictionary of Greek

  • επιτήδειος — α, ο επίρρ. α 1. ο κατάλληλος για ορισμένο σκοπό, αρμόδιος, πρόσφορος: Έδαφος επιτήδειο για άσκηση άμυνας λόχου. 2. (για ανθρώπους), που έχει την ικανότητα και την πείρα να κάνει κάτι, επιδέξιος, καπάτσος: Επιτήδειος πρεσβευτής. 3. ο ικανός να… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐπιτηδειότερον — ἐπιτήδειος made for an end adverbial comp ἐπιτήδειος made for an end masc acc comp sg ἐπιτήδειος made for an end neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιτηδειοτάτων — ἐπιτήδειος made for an end fem gen superl pl ἐπιτήδειος made for an end masc/neut gen superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιτηδειοτέραις — ἐπιτήδειος made for an end fem dat comp pl ἐπιτηδειοτέρᾱͅς , ἐπιτήδειος made for an end fem dat comp pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιτηδειοτέρων — ἐπιτήδειος made for an end fem gen comp pl ἐπιτήδειος made for an end masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιτηδειοτέρως — ἐπιτήδειος made for an end adverbial comp ἐπιτήδειος made for an end masc acc comp pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιτηδειότατα — ἐπιτήδειος made for an end adverbial superl ἐπιτήδειος made for an end neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιτηδειότατον — ἐπιτήδειος made for an end masc acc superl sg ἐπιτήδειος made for an end neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιτηδείων — ἐπιτήδειος made for an end fem gen pl ἐπιτήδειος made for an end masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”